- ταφτάς
- οπληθ. -άδες (λ. τουρκ.), είδος μεταξωτού υφάσματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταφτάς — ο, Ν·1. ύφασμα από λεπτό και πυκνά υφασμένο μετάξι 2. (φαρμ.) μικρό έμπλαστρο από το παραπάνω ύφασμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σε περιπτώσεις δερματικών παθήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tafta < περσ. tāfta] … Dictionary of Greek
ταφταδένιος — α, ο, Ν κατασκευασμένος από ταφτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταφτάδες, πληθ. τού ταφτάς + κατάλ. ένιος (πρβλ. μεταξ ένιος)] … Dictionary of Greek
tafta — TAFTÁ, taftale, s.f. Ţesătură de mătase lucioasă şi netedă, care produce, în mişcare, un foşnet caracteristic. [var.: (înv.) táftă s.f.] – Din tc. tafta. cf. fr. t a f f e t a s . Trimis de LauraGellner, 23.06.2004. Sursa: DEX 98 taftá s … Dicționar Român